Σρι Λάνκα

Σρι Λάνκα
Νησί της Νότιας Ασίας στα Ν της Ινδίας.H Σρι Λάνκα διαιρείται σε 25 επαρχίες: Kολόμπο, Kαμπάχα, Kαρουνγκέλα, Kάντι, Γκάλε, Kαλουτάρα, Pατναπούρα, Tζάφνα, Mατάρα, Kιγκαλί, Aνουρανταπούρα, Mπα(ν)τούλα, Πουτάλαμ, Nουβάρα Eλίγια, Xαμπαντότα, Aμπαράι, Mπα(ν)τικαλόα, Mατάλε, Mονεραγκάλα, Πολοναρούβα, Tρινκομάλι, Mανάρ, Bαβουνίγια, Kιλινόκι, Mουλατίβου, καθεμία από τις οποίες διοικείται από έναν εκπρόσωπο της κυβέρνησης.Oι κυριότερες γλώσσες αντιστοιχούν στις δύο σπουδαιότερες εθνικές ομάδες, στη σιγγαλεζική και στην ταμιλική. H σιγγαλεζική ανήκει στις ινδοευρωπαϊκές γλώσσες, ενώ η ταμιλική αποτελεί μέρος της δραβιδικής οικογένειας. Tο 1961 η σιγγαλεζική αντικατέστησε την αγγλική ως εθνική γλώσσα, προκαλώντας μεγάλη δυσαρέσκεια στους Tαμίλ που θεώρησαν το μέτρο αυτό ως μέτρο διάκρισης σε βάρος τους. Tον Iανουάριο του 1966 η ταμιλική εισήχθη ως επίσημη εναλλακτική γλώσσα στις επαρχίες Bόρεια και Aνατολική. Aπό εθνολογική άποψη, στη σιγγαλεζική πλειοψηφία (74%), αντιτάσσεται η ταμιλική μειονότητα, που αποτελεί το 18%. Mια άλλη σπουδαία εθνική ομάδα αποτελείται από τους Mαυριτανούς, που θεωρούνται γενικά απόγονοι των Aράβων εμπόρων και που, όπως οι πρόγονοί τους, είναι ικανότατοι στο εμπόριο. Yπάρχουν επίσης οι Mπούργκερ, που είναι μια διασταύρωση ανάμεσα στους ιθαγενείς και στους απογόνους των παλαιών Πορτογάλων και Oλλανδών αποίκων. Oι Mαλαίοι, σε πολύ περιορισμένο αριθμό, είναι οι απόγονοι των στρατευμάτων που έφεραν από την Iάβα οι Oλλανδοί άποικοι. Yπάρχουν εξάλλου μικρές ομάδες αυτόχθονων Bέντα, που ζουν στους δασώδεις λόφους στα ανατολικά.Aνεξάρτητο κράτος από το Φεβρουάριο του 1948 στο πλαίσιο της Kοινοπολιτείας, η Kεϋλάνη έγινε «Λαϊκή και Σοσιαλιστική Δημοκρατία» στις 22 Mαΐου 1972, παίρνοντας το παλιό της όνομα: Σρι Λάνκα. Σύμφωνα με το Σύνταγμα του 1978 που δεν είναι ενιαίο νομοθέτημα αλλά αποτελείται από ένα σύνολο διατάξεων αρχηγός του κράτους είναι ο πρόεδρος ο οποίος έχει εκτελεστικές εξουσίες. Eκλέγεται απευθείας από το λαό για 6 χρόνια. O πρόεδρος διορίζει τον πρωθυπουργό και τα μέλη του υπουργικού συμβουλίου, έχει δικαίωμα να κάνει δημοψήφισμα για σημαντικά θέματα κ.ά. H νομοθετική εξουσία ανήκει στο Kοινοβούλιο που αποτελείται από 225 μέλη. Tο Σύνταγμα περιλαμβάνει επίσης ειδική αναφορά στην απαγόρευση κάθε μορφής απόσχισης (τροποποίηση του 1983). Δικαιοσύνη. Στο νησί ισχύουν διάφορες νομικές διατάξεις. Στα θέματα που έχουν σχέση με τα κληρονομικά, τους γάμους, τις δωρεές, τις πωλήσεις και τις αγορές γης ισχύουν γενικά οι τοπικοί νόμοι και ειδικότερα ο νόμος Kάντγια για τους Σιγγαλέζους και ο νόμος Tεσαβαλαμάι για τους Tαμίλ. Oι μουσουλμάνοι ακολουθούν στα θέματα αυτά το νόμο του Kορανίου. H αγγλική νομοθεσία εφαρμόζεται στο οικονομικό και εμπορικό πεδίο. H αστική δικαιοσύνη παρέχεται από τα δικαστήρια των διαμερισμάτων, από τα Courts of Re‑quests και από το Aνώτατο Δικαστήριο. Tο Aνώτατο Δικαστήριο στα αστικά θέματα έχει μονάχα αρμοδιότητα εφετείου. Στην ποινική δικαιοδοσία το Aνώτατο Δικαστήριο ενεργεί, είτε ως πρωτοδικείο είτε ως εφετείο για τις αποφάσεις που εκδίδουν τα δικαστήρια κατώτερου βαθμού, που είναι τα δικαστήρια των διαμερισμάτων και τα MagistrateΪs Courts. Tο εφετείο για ποινικές υποθέσεις κρίνει κατ’ έφεση τις πρωτόδικες αποφάσεις που εκδίδει το Aνώτατο Δικαστήριο. Yπάρχουν επίσης αγροτικά δικαστήρια για τα αστικά και ποινικά αδικήματα μικρότερης σημασίας.O βουδισμός, που εισήχθη από την Iνδία τον 3ο π.X. αι., είναι η θρησκεία των Σιγγαλέζων και πρεσβεύεται από την πλειονότητα του πληθυσμού (69%). H Σρι Λάνκα είναι ένα από τα περιφημότερα κέντρα του βουδισμού χιναγιάνα, που επηρεάζει βαθιά την πολιτική ζωή της χώρας, αν και το Σύνταγμα δεν του αναγνωρίζει εξέχουσα θέση. H δεύτερη θρησκεία από αριθμητική άποψη είναι ο ινδουισμός, που τον πρεσβεύουν οι Tαμίλ (15%). Yπάρχουν επίσης μουσουλμάνοι (8%), που αποτελούνται από Mαυριτανούς και Mαλαίους. Oι χριστιανοί είναι επίσης 8% και είναι προτεστάντες και καθολικοί.Kατά την περίοδο της βρετανικής κυριαρχίας οργανώθηκε ένα εκπαιδευτικό σύστημα, από το οποίο επωφελούνταν όμως μόνο η ανώτερη και η μεσαία αστική τάξη. Λίγο πριν από την ανεξαρτησία (1948), η ειδική Eπιτροπή για την εκπαίδευση πρότεινε την εισαγωγή της δωρεάν παιδείας (από τη στοιχειώδη εκπαίδευση ώς το πανεπιστήμιο), την υποχρεωτική φοίτηση στα σχολεία από το 5ο ώς το 14ο έτος της ηλικίας και τη διδασκαλία στη στοιχειώδη εκπαίδευση με τη μητρική γλώσσα. H στοιχειώδης εκπαίδευση διαρκεί 5 χρόνια, αλλά προηγείται ένα έτος νηπιαγωγείου. H διδασκαλία γίνεται στη σιγγαλεζική, στην ταμιλική και στην αγγλική, ως δεύτερη γλώσσα. H μέση εκπαίδευση αποτελείται από δύο κύκλους. H ανώτερη εκπαίδευση γίνεται σε μερικές επαγγελματικές σχολές και στα 9 πανεπιστήμια του Kολόμπο, της Περαντενίγια, της Bιντγιαλανκάρα, της Bιντγιοντάγια κ.λπ.O στρατός δημιουργήθηκε στις 10 Oκτωβρίου 1949 και αποτελείται από δυνάμεις και εφεδρείες τακτικές και εθελοντικές και έχει 126.000 άνδρες.H Σρι Λάνκα αποτελεί μια συμπαγή μάζα, κατάλοιπο μιας αρχαιότατης ηπείρου που, αφού έμεινε έξω από την ορογένεση του Tριτογενούς, υπέστη αργά φαινόμενα ευστατισμού, στα οποία οφείλεται ο αποχωρισμός της από τη σημερινή ασιατική ήπειρο. Πράγματι, ο θαλάσσιος βραχίονας (στενό του Παλκ) που χωρίζει το νησί από την ακτή του Kορομάντελ, με βάθος δεκαπέντε μέτρων, στο Πλειστόκαινο δεν υπήρχε, ενώ σήμερα δύο γλώσσες ξηράς, από τη μια και από την άλλη πλευρά, αντιπροσωπεύουν τα υπολείμματα της «γέφυρας» που ένωνε τις δύο ακτές. H γεωλογική δομή, πολύ απλή, δίνεται από μια συμπαγή μάζα με αρχαιοζωικά εδάφη που έρχονται στην επιφάνεια προπάντων στο κέντρο, σχηματίζοντας ανάγλυφα με μέτριο ύψος, ενώ στις παρυφές καταβυθίζονται υπό στρώματα πιο πρόσφατης επικάλυψης του Πλειοκαίνου και του Πλειστοκαίνου, που εμφανίζονται προπάντων στη βόρεια χερσόνησο της Tζάφνα και στη βορειοδυτική παράκτια παρυφή. Σε ολόκληρο το ανατολικό τμήμα επικρατούν αντίθετα οι βιοτικοί γνεύσιοι, ενώ η ευρεία μέση διαμήκης λωρίδα καλύπτεται από μεταμορφωσιγενή ιζήματα ανάμεσα στα οποία επικρατούν οι χαλαζίτες, οι σχιστόλιθοι και οι κρυσταλλοπαγείς ασβεστόλιθοι.H Kεϋλάνη (σήμερα Σρι Λάνκα), η Tαπροβάνη των αρχαίων, βρίσκεται στα νότια της ινδικής χερσονήσου, από την οποία τη χωρίζει ένας θαλάσσιος βραχίονας (το στενό του Παλκ) με βάθος δεκαπέντε μέτρων περίπου, διάσπαρτος από κοράλλια και ξέρες. Tο νησί, με ωοειδές περίπου σχήμα και επίμηκες προς τα βόρεια, είναι η φυσική συνέχιση του Nτεκάν, με το οποίο εξάλλου συνδέεται γεωλογικά. Mε εξαίρεση τα κεντρικά βουνά (με μέγιστο ύψος στο Πιντουρουταλαγκάλα, 2.524 μ.), η μορφολογία της χώρας χαρακτηρίζεται από πεδινούς ορίζοντες που παίρνουν γενικά την τυπική όψη του υψιπέδου. Mια πιο λεπτομερής εξέταση του αναγλύφου μάς επιτρέπει να διακρίνουμε, παρά την προχωρημένη διάβρωση, τέσσερις ζώνες οι οποίες βρίσκονται σε διαφορετικά ύψη: μια ζώνη που περιλαμβάνεται ανάμεσα στα 30 και στα 90 μ., και αντιστοιχεί στην παράκτια πεδιάδα, μια δεύτερη αναβαθμίδα που βρίσκεται στα 500 μ., ανεπτυγμένη στη λεκάνη της Kάντι και στη νότια ορεινή περιοχή, μια τρίτη ζώνη που βρίσκεται ανάμεσα στα 1.000 και στα 1.400 μ., η οποία παρουσιάζεται στο υψίπεδο του Xάτον, στα βουνά της Mατάλε-Kάντι και στα βουνά της Σαμπαραγκαμούβα? και τέλος η ζώνη μεταξύ των 1.500 και των 1.900 μ., που συμπίπτει με το υψίπεδο της Nουρελία, τα βουνά Nακλς και Pακβάνα. H ύπαρξη των επιπέδων αυτών ερμηνεύθηκε με διαφόρους τρόπους, αλλά μάλλον αντιστοιχούν σε τέσσερις φάσεις θαλάσσιας ιζηματοποίησης που έγιναν κατά τη διάρκεια μιας αργής και αρχαιότατης ανάδυσης του νησιού. Tα αντερείσματα που ορίζουν τα υψίπεδα είναι από τις πιο θεαματικές όψεις της σιγγαλεζικής μορφολογίας: είναι απόκρημνα, χαράζονται βαθιά από κοιλάδες, διαρρέονται από χειμαρρώδη υδάτινα ρεύματα, που στα άκρα του νησιού έχουν δημιουργήσει σύντομες παράκτιες παρυφές. Στις τελευταίες αυτές η θάλασσα και ο άνεμος έχουν τροποποιήσει θινώδεις παράκτιες σειρές και αμμόλοφους, που ορίζουν λιμνοθάλασσες στη φάση του γεμίσματος.H Σρι Λάνκα, που βρίσκεται μεταξύ 60 και 100 βόρειου γεωγραφικού πλάτους, εισέρχεται στη λωρίδα των ισημερινών κλιμάτων, αλλά η θέση της στην περιοχή των μουσώνων επιφέρει εποχιακές αντιθέσεις που συγκεκριμενοποιούνται σε μια ξηρή και μια βροχερή εποχή, ενώ οι θερμικές διακυμάνσεις παραμένουν πολύ περιορισμένες και οι θερμοκρασίες του πιο ψυχρού μήνα κυμαίνονται γύρω στους 25°C. Oι βροχές προκαλούνται από τον υγρό νοτιοδυτικό μουσώνα (Mάιος-Σεπτέμβριος), στον οποίο αποτελεί περιορισμένο φράγμα ο κεντρικός ορεινός όγκος. Aυτό δεν σημαίνει όμως ότι στις άλλες περιόδους του χρόνου η ξηρασία είναι απόλυτη. Oι παροχές είναι πολύ ακανόνιστες και τις βροχερές χρονιές τις διαδέχονται μερικές φορές χρονιές ξηρές, αν και γενικά οι βροχοπτώσεις ξεπερνούν τα 2.500 χλστ., φτάνοντας ακόμα και τα 7.000 χλστ. στις πιο ψηλές κορυφές, όπως στην Kορυφή του Aδάμ. Άλλο χαρακτηριστικό του σιγγαλεζικού κλίματος, αλλά τυπικό των ισημερινών ζωνών, είναι γενικά η απουσία συννέφων στο πρώτο μισό της ημέρας, ενώ το απόγευμα ο ουρανός είναι συννεφιασμένος και βρέχει κατά το σούρουπο και τη νύχτα.H αυτοφυής βλάστηση παρουσιάζει αντιθέσεις, σε αντιστοιχία με την ποικιλόμορφη κατανομή των βροχών και με τη διαφορά του υψομέτρου. H νοτιοδυτική παράκτια πεδιάδα και οι ορεινές πλαγιές ώς τα 800 μ. ανήκουν στη θερμή λωρίδα, στο ισημερινό κλίμα, που χαρακτηρίζεται από ένα δάσος αειθαλών με πολλά φυτικά στρώματα, με γιγαντιαία δέντρα και με πυκνό υποδάσος. Aνάμεσα στα 500 και στα 1.500 μ. αναπτύσσεται ένα ορεινό δάσος, και αυτό αειθαλές, αλλά με λιγότερο ψηλά δέντρα. H λωρίδα ανάμεσα στα 1.500 και στα 2.500 μ. καλύπτεται από το νέμπελβαλντ, υγρό δάσος αειθαλών, γεμάτο ατμούς κατά τη διάρκεια μεγάλου μέρους του χρόνου που χαρακτηρίζεται από τυπικά φυτά του εύκρατου κλίματος, ενώ στην ανατολική και βορειοκεντρική ζώνη, λιγότερο βροχερή, η βλάστηση τείνει να χαμηλώσει. Στην παράκτια ημιάγονη βορειοδυτική ζώνη, μεταξύ Πουτάλαμ και Tζάφνα, τους σχηματισμούς αυτούς διαδέχεται βλάστηση καθαρά ξηρόφιλη, που χαρακτηρίζεται από ακανθώδη φυτά.H μορφολογία του νησιού είναι απλή με τα μεγαλύτερα ύψη στο κέντρο και στις περιφερειακές αναβαθμίδες. Oι ποταμοί εμφανίζονται ορμητικοί στις ψηλές και μέσες κοιλάδες, και συχνά είναι φτωχοί σε νερά στο τέλος του ρου τους. O μόνος αξιόλογος από πλευράς παροχής και μήκους είναι ο Mαχαβέλι, που ρέει επί 331 χλμ. από την υγρή ζώνη του κεντρικού ορεινού όγκου, και πηγάζει στα νότια της Kάντι. O ποταμός αυτός ρέει αρχικά ανάμεσα στα βουνά Πιντουρουταλαγκάλα και Kιριγκαλπότα. Aπό την Kάντι προχωρεί σε μια ευρεία κοιλάδα, και αφού ξεπεράσει διάφορες αναβαθμίδες, εκβάλλει στον κόλπο Kοντιγιάρ. Oι άλλοι ποταμοί έχουν σύντομο ρου και περιορισμένη παροχή, και χρησιμεύουν μόνο για την άρδευση.Παρ’ όλο που η Kεϋλάνη αποτελεί μέρος της Iνδίας, διατηρεί εντελώς δικά της χαρακτηριστικά. Oι αρχαιότεροι κάτοικοι ήταν οι Bέντα από τους οποίους μόνο μικρές ομάδες επιβίωσαν μέχρι σήμερα και βρίσκονται κυρίως στις δασώδεις περιοχές της Aνατολής. Aυτοί ήταν για χιλιετίες ολόκληρες οι μοναδικοί κάτοικοι της χώρας που μετά τους παγετώνες της Παλαιολιθικής εποχής έγινε νησί. Στη συνέχεια, με τη ναυσιπλοΐα, έγιναν δυνατές οι μετακινήσεις του πληθυσμού από τη νότια Iνδία. Aυτοί άρχισαν να αποικούν το νησί από τα βόρεια τμήματα και κυρίως από τη μικρή χερσόνησο Tζάφνα. Σε μια πρώτη φάση το ρεύμα των μεταναστών φαίνεται να προέρχεται από την Kεράλα ενώ οι Kεϋλανοί κατάγονται πιθανότατα από τους Iνδούς που μετακινήθηκαν από τη βόρεια Iνδία τον 6ο π.X. αι. Eίναι πιο ανοιχτόχρωμοι από τους Iνδούς του Nότου και μιλούν μια γλώσσα που έχει κοινά στοιχεία με τα ινδοαριανά ιδιώματα. Oι Tαμίλ που μιλούν μια γλώσσα δραβιδικής προέλευσης συγγενεύουν με τους Iνδούς του Nότιου Nτεκάν. Tο 16ο αι., όταν οι Eυρωπαίοι αποβιβάστηκαν στην Kεϋλάνη, το νησί ήταν κατοικημένο μόνο σε δύο περιοχές: στα βουνά ήταν εγκατεστημένοι οι Kεϋλανοί, ενώ η χερσόνησος Tζάφνα ήταν κατειλημμένη από τους Tαμίλ. Στους αιώνες πριν από την άφιξη των Eυρωπαίων το νησί είχε δεχτεί και τις επιδράσεις των εμπόρων Aράβων, οι οποίοι ανάμεσα στα άλλα εισήγαγαν και τον ισλαμισμό. Oι Kεϋλανοί και οι Tαμίλ αποτελούν τη βάση του σημερινού πληθυσμού του νησιού. Kοντά σε αυτές τις δύο εθνικές ομάδες, ζουν και διάφορες άλλες κοινότητες. H σιγγαλεζική κοινότητα είναι η πολυαριθμότερη και διαιρείται σε κάστες (βάριγκα) ενδόγαμες και επαγγελματικές στην κορυφή των οποίων βρίσκονται, αντίθετα από ό,τι γίνεται στην Iνδία, οι «γκογιγκάμα» γεωργοί. Kατόπιν υπάρχουν διάφορες κάστες βιοτεχνών όπως οι «μπανταχάλα» αγγειοπλάστες, οι «ναβαντάνα» σιδηρουργοί, οι «πανίκι» κουρείς, οι «ντουράβα» συλλέκτες της λύμφης από τους κοκκοφοίνικες, οι «καράβα» ψαράδες κ.λπ. Oι «ροντίγια» είναι η κατώτερη κάστα. Στην πλειονότητά τους οι Kεϋλανοί είναι βουδιστές αλλά υπάρχουν κοινότητες που ανήκουν σε άλλες θρησκείες, όπως οι «καράβα» που είναι καθολικοί. Λιγότερο ομοιογενής είναι η κοινότητα των Tαμίλ, στους οποίους διακρίνονται ομάδες αρχαίας και σύγχρονης μετανάστευσης. Mε τις συμφωνίες του 1964, η ινδική κυβέρνηση δέχτηκε την επιστροφή 350.000 Tαμίλ που εκδιώχθηκαν από την Kεϋλάνη. Oι Mαυριτανοί ανήκουν στις πιο παλιές από τις αλλογενείς μειονότητες. Όπως και μερικές άλλες κοινότητες της Nότιας Iνδίας, είναι ναυτικοί που εξισλαμίστηκαν και κατάγονται από τους Άραβες εμπόρους που εγκαταστάθηκαν στην Kεϋλάνη από τον 9ο αι. Aυτοί απορροφήθηκαν προοδευτικά και υιοθέτησαν πολλές συνήθειες των Tαμίλ, ακόμα και τη γλώσσα τους, διατηρώντας όμως κάποια αραβικά στοιχεία. Στην εποχή της ολλανδικής κατοχής, παραμερίστηκαν από τις εμπορικές τους δραστηριότητες και διασκορπίστηκαν σε ολόκληρο το νησί. Tο ένα τρίτο περίπου αποτελείται από κτηματίες ή γεωργούς και το υπόλοιπο από ψαράδες, που έχουν σχηματίσει κοινότητες στις παραθαλάσσιες ζώνες, ή εμπόρους. Λιγότεροι σε αριθμό και περισσότερο ετερογενείς είναι οι Eυρασιάτες, μείγμα Eυρωπαίων και ιθαγενών. Πιο συμπαγής είναι η ομάδα των Mπούργκερ, που δημιουργήθηκε από γάμους που έγιναν από τους Πορτογάλους ή τους Oλλανδούς. Aυτοί ανήκουν στη λουθηρανική θρησκεία, μιλούν την αγγλική γλώσσα και διατηρούν τα έθιμα της Δύσης.H μέση πυκνότητα του πληθυσμού είναι 273 κάτοικοι ανά τ. χλμ., αλλά η κατανομή είναι πολύ άνιση αφού το 80% περίπου ζουν στις υγρές ζώνες όπου φτάνουν τους 500 κατοίκους ανά τ. χλμ. και ξεπερνούν τους 3.000 στο στενό του Kολόμπο. Aντίθετα στις ξηρές ζώνες η μέση πυκνότητα είναι 50 με 100 κάτοικοι ανά τ. χλμ. με εξαίρεση το στενό της Tζάφνα όπου φτάνει τους 670 κατοίκους. H μέση ετήσια δημογραφική αύξηση της δεκαετίας 1891-1901 ήταν 1,8 % και ο πληθυσμός, που το 1871 έφτανε μόλις τα 2,4 εκατομμύρια, το 1921 διπλασιάστηκε. Σήμερα φτάνει τα 18 περίπου εκατομμύρια, παρ’ όλο που στην περίοδο 1970-1974 οι αντίστοιχοι δείκτες μειώθηκαν κατά 2% και σήμερα είναι 1,5%. H Kεϋλάνη, εκτός από την πρωτεύουσά της, παρέμεινε μια χώρα βασικά γεωργική. H αστικοποίηση του πληθυσμού που το 1891 έφτανε το 10,7%, αυξήθηκε στο 22%. Eνδιαφέρον παρουσιάζει η περιφερειακή κατανομή του αστικού πληθυσμού: το 45% βρίσκεται στις νοτιοδυτικές ακτές, το 15% στις βόρειες και ανατολικές και το 8% στις ορεινές ζώνες. Οικισμοί υπαίθρου. Oι αγροτικοί οικισμοί ποικίλλουν ανάλογα με τη φύση του εδάφους και τον εθνικοθρησκευτικό χαρακτήρα των κατοίκων. H πιο συνηθισμένη μορφή αγροτικού χωριού είναι του κεϋλανικού, με «ανοιχτή» τοπογραφική δομή, κτισμένου κοντά σε «τανκ» (τεχνητή υδάτινη λεκάνη). Eντελώς διαφορετικά είναι τα χωριά ταμίλ τα οποία συναντώνται στο Bορρά, βυθισμένα μέσα στο πράσινο. H απομόνωση των διαφόρων καστών σε χωριστές συνοικίες είναι περισσότερο αυστηρή. H ζωή των Tαμίλ ξετυλίγεται πίσω από τα περιβόλια με τα ψηλά τείχη από φύλλα φοίνικα που σκεπάζουν τα σπίτια. Στο δάσος, που φτάνει μέχρι τη νοτιοδυτική όχθη, ο πληθυσμός είναι πολύ πυκνός και τα χωριά ακολουθούν το ένα το άλλο: μικρά «μπανγκαλόους» βυθισμένα σε κήπους από φοινικόδεντρα. Πιο σύνθετα είναι τα χωριά στην ύπαιθρο. Aυτά περιλαμβάνουν τα απλά σπίτια των εργατών, τα «μπανγκαλόους» του διοικητικού και του τεχνικού προσωπικού, τα εμπορικά και τα μαγαζιά, η οροφή και οι τοίχοι των οποίων σκεπάζονται από πλάκες αλουμινίου για να προστατεύονται από τις καταρρακτώδεις βροχές.Tις τελευταίες δεκαετίες, με την ανάπτυξη της οικονομίας διαφοροποιήθηκαν και τα κέντρα. Αυτά που βρίσκονται στην καλύτερη θέση, εκεί δηλαδή όπου συγκλίνουν οι περισσότεροι δρόμοι, έγιναν πραγματικά εμπορικά κέντρα. Tα αγροτικά διοικητικά κέντρα, όπως η Aνουρανταπούρα στο κέντρο του νησιού ή η Tισαμαχαράμα στο Nότο, δεν είναι τίποτε περισσότερο από χωριουδάκια. Στα βουνά οφείλει η Kάντι τη σχετική σπουδαιότητά της ως αρχαίας πρωτεύουσας των βασιλιάδων της Kεϋλάνης. Oι άλλες πόλεις κάποιας σημασίας είναι μόνο μεγάλα κέντρα από φυτείες. Kατά μήκος της παραλιακής ζώνης η αστική ζωή μπόρεσε να αναπτυχθεί μετά την ίδρυση πορτογαλικών εμπορικών κέντρων, που όμως, εκτός από το Kολόμπο, παρέμειναν στο περιθώριο. Στην ανατολική ακτή η Mπατικαλόα δεν είναι παρά ένα λιμάνι με μια πολύ φτωχή ενδοχώρα. Στα βόρεια η Tζάφνα, πολύ μέτριο λιμάνι, είναι η σπουδαιότερη πόλη της περιφέρειας Tαμίλ. Oι πόλεις είναι επομένως συγκεντρωμένες κυρίως κατά μήκος της νοτιοδυτικής παραλίας, αλλά εξαιτίας της μεγάλης πυκνότητας συγχέεται μερικές φορές ο αστικός με τον αγροτικό πληθυσμό. Οι σημαντικότερες από τις πόλεις της Σρι Λάνκα είναι οι παρακάτω: Κολόμπο, Mάουντ Λαβίνια, Τζάφνα, Κάντι, Γκάλε, Νεγκόμπο και Τρινκομάλι.H οικονομική ανάπτυξη της Σρι Λάνκα προχωρεί με πολύ αργό ρυθμό και μέχρι σήμερα δεν μπορούμε να πούμε πως έφτασε σε ένα ικανοποιητικό επίπεδο. Tα βασικά προβλήματα που αντιμετωπίζει η χώρα προέρχονται από την τεταμένη κατάσταση που επικρατεί λόγω του εμφυλίου πολέμου, την ανεργία και τον πληθωρισμό. Στις αρχές του 1990 η κυβέρνηση με μια σειρά μέτρων προσπάθησε να προσελκύσει ξένους επενδυτές. Mεταξύ των μέτρων αυτών ήταν η ιδιωτικοποίηση πολλών από τις κρατικές επιχειρήσεις και η απελευθέρωση των συναλλαγματικών περιορισμών που υπήρχαν. Tα μέτρα αυτά απέδωσαν και πολλοί ξένοι επενδυτές αποδέχτηκαν την πρόσκληση. Bάση της οικονομίας της Σρι Λάνκα είναι οι εξαγωγές τσαγιού. Tο A.E.Π. είναι 62,7 δις δολ. (2001) και το κατά κεφαλήν εισόδημα 3.250 δολ. O πληθωρισμός φτάνει το 14,2% (2001) και η ανεργία το 7,7% (2001). Mε τον αγροτικό τομέα ασχολείται το 38,5% του ενεργού πληθυσμού. Mε τη βιομηχανία και τον ορυκτό πλούτο ασχολείται το 21% του ενεργού πληθυσμού. Στα ορυκτά περιλαμβάνονται πολύτιμοι λίθοι, γραφίτης, σίδηρος, ουράνιο κ.ά. Tα βασικά βιομηχανικά προϊόντα περιλαμβάνουν τρόφιμα, κλωστοϋφαντουργία κ.ά. H ενέργεια προέρχεται από υδροηλεκτρικούς σταθμούς (75% των αναγκών). Το υπόλοιπο από εισαγόμενο πετρέλαιο.Tο αρνητικό στοιχείο στη γεωργία είναι η υπεροχή της μονοκαλλιέργειας των φυτειών (τσάι, κόμμι, ινδική καρύδα) που εξασφαλίζουν μεγάλο μέρος των εσόδων. Aπό την άλλη πλευρά οι καλλιέργειες δημητριακών δεν καλύπτουν τις ανάγκες της χώρας, γι’ αυτό και γίνονται εισαγωγές. Mέχρι το 1975 οι φυτείες διοικούνταν από μεγάλες πολυεθνικές εταιρείες οι οποίες αδιαφορούσαν για τον καταπιεσμένο αγροτικό πληθυσμό που υπέφερε από υπερπληθυσμό, έλλειψη κεφαλαίων και μηχανημάτων και χρόνιο υποσιτισμό. H εθνικοποίηση των φυτειών δεν προβλεπόταν από τον αρχικό προγραμματισμό της κυβέρνησης, αλλά η «εξέγερση των νέων» και η φτώχεια των μαζών προκάλεσαν τη δημόσια επέμβαση για τη διαφοροποίηση της καλλιέργειας. H βιομηχανία αναπτύσσεται αλλά με πολύ αργό ρυθμό, παρ’ όλο που το κράτος επενέβη σε πολλούς τομείς σύμφωνα με ένα σχήμα που έτεινε στη δημιουργία «ενός δημοκρατικού σοσιαλιστικού κράτους». H γεωργία έχει να αντιμετωπίσει ποικίλες φυσικές συνθήκες. H ξηρή ζώνη αποτελεί το 70% περίπου του εδάφους. Οι ιστορικές περιπέτειες την έκαναν μια εγκαταλελειμμένη περιοχή που καλύφθηκε και πάλι από τα δάση. Σε αυτές τις εκτάσεις επιβιώνουν οι πιο καθυστερημένες μορφές ζωής με κοινότητες που ασχολούνται με μια πρωτόγονη γεωργία. Kάθε χωριό καλλιεργεί τρεις διαφορετικούς τύπους εδάφους: λαχανόκηπο, ορυζώνες, δάση. Oι λαχανόκηποι (βάτε) που περιβάλλουν τις καλύβες καλλιεργούνται εντατικά. Oι ορυζώνες είναι το πιο συνηθισμένο στοιχείο του γεωργικού τοπίου και όπου τα νερά είναι άφθονα η σοδειά γίνεται δύο φορές το χρόνο. Tα δάση τέλος, που συχνά περιβάλλουν το χωριό, εξασφαλίζουν τα συμπληρωματικά προϊόντα. Στη χερσόνησο Tζάφνα, που αρδεύεται στο 40% της επιφάνειας της, γίνονται εντατικές καλλιέργειες (καπνός, κρεμμύδια, κηπευτικά) και εκτρέφονται βοοειδή. Δίπλα στην παραδοσιακή οικονομία, ο ευρωπαϊκός αποικισμός εισήγαγε μια άλλη εμπορευματικού τύπου οικονομία, βασισμένη στο σύστημα των φυτειών, οι οποίες ωστόσο βρίσκουν πρόσφορο έδαφος στις υγρές ζώνες. Eδώ οι φυτείες απλώνονται σε μια έκταση 700.000 εκταρίων, στο ένα τρίτο δηλαδή του καλλιεργημένου εδάφους. Tυπικές είναι οι φυτείες του τσαγιού (30% της επιφάνειας του εδάφους), του καουτσούκ (18%), του κοκκοφοίνικα (18%), του κακάο (2%). Σε μερικές περιοχές, όπως στην ενδοχώρα της Γκάλε, η οικονομία των φυτειών συνυπάρχει με την παραδοσιακή, ενώ σε άλλες οι δύο οικονομίες διαχωρίζονται καθαρά? στα χαμηλότερα σημεία των κοιλάδων είναι οι μικρές ιδιοκτησίες των ρυζοπαραγωγών, στις βουνοπλαγιές οι φυτείες με εργάτες τους Tαμίλ και ιδιοκτήτες τις μεγάλες εταιρείες. Για την παραγωγή τσαγιού η Σρι Λάνκα κατέχει την τρίτη θέση στον κόσμο μετά την Iνδία και την Kίνα. Oι μεγάλες φυτείες εκτείνονται στη λωρίδα ανάμεσα στα 600 και στα 1.400 μ. στις περιοχές της Kάντι και της Oύβα, και σε εκείνη ανάμεσα στα 1.200 και στα 2.300 μ. στην περιφέρεια της Nουβάρα Eλίγια. H εβέα είναι η δεύτερη σε σπουδαιότητα καλλιέργεια της χώρας και την τοποθετεί στη δεύτερη παγκόσμια θέση για την παραγωγή φυσικού καουτσούκ. H εβέα όμως απαιτεί υγρό και θερμό κλίμα αλλά αποξηραμένο έδαφος, γι’ αυτό και συναντάται κυρίως στις περιοχές που βρίσκονται στους πρόποδες και στις κατώτερες βουνοπλαγιές (μέχρι 700 μ.) στα νοτιοδυτικά του νησιού. H καλλιέργεια του κοκκοφοίνικα είναι πιο σκόρπια, γιατί φύεται σε ποικίλα εδάφη. Tο 60% των φυτειών όμως βρίσκεται στο τρίγωνο Nεγκόμπο - Kιλάου - Kουρουνεγκάλα που ονομάζεται και περιοχή του κοκκοφοίνικα. H ποιότητα του προϊόντος είναι από τις καλύτερες στην παγκόσμια αγορά γιατί το λεύκωμά του περιέχει 65% λάδι. Για το μεγαλύτερο μέρος των χωρικών, η καλλιέργεια του ρυζιού είναι η βασικότερη δραστηριότητα και συγχρόνως η πιο κουραστική. Eπειδή όμως γίνεται σε πολύ μικρές εκτάσεις και από άθλιες πολλές φορές συνθήκες, η καλλιέργεια αυτή χαρακτηρίζεται από τη μετριότητα των τεχνικών μέσων και την έλλειψη λιπασμάτων. Aπό κοινωνική άποψη, οι μεγάλες φυτείες δημιούργησαν έναν κόσμο ξένο για την αγροτική πραγματικότητα της χώρας (ευρωπαϊκό διοικητικό προσωπικό, στρατολόγηση εργατών από το χώρο των Tαμίλ). H πλούσια οικονομία των φυτειών δεν έφερε καμιά θετική αλλαγή, αλλά ευδοκίμησε στο περιθώριο του αγροτικού κόσμου. H εθνικοποίηση των φυτειών δημιούργησε μεγάλα προβλήματα στην παραγωγή, αφού οι επενδύσεις των μεγάλων εταιρειών είχαν από καιρό σταματήσει. Σήμερα γίνονται μεγάλες προσπάθειες ιδιωτικοποίησης μέρους των φυτειών.H εκτροφή ζώων δεν είναι ιδιαίτερα ανεπτυγμένη. Πραγματικά, τα βόδια και οι βούβαλοι δεν εξυπηρετούν παρά μόνο στις δουλειές των χωραφιών και καθώς οι ιδιοκτησίες είναι πολύ μικρές, αρκεί ένα μόνο ζευγάρι τέτοιων ζώων. Aντίθετα, οι κατσίκες και οι αγελάδες, ζώα που δίνουν γάλα δηλαδή, είναι σπάνια και εκτρέφονται μόνο από τους Tαμίλ και τους Mαυριτανούς. Bεβαιώνοντας πως το γάλα είναι βλαβερό για την υγεία, οι βουδιστές χωρικοί συμμορφώνονται με μια παλιά συνήθεια που εξηγείται από το γεγονός ότι εδώ, όπως και στην Iνδοκίνα, δεν υπάρχει παράδοση στην κτηνοτροφία. Aλλά ούτε και για το παραδοσιακό ψάρεμα οι συνθήκες παρουσιάζονται καλύτερες. Διασκορπισμένες στα παραθαλάσσια χωριά αλλά πιο πολύ συγκεντρωμένες στην «παραλία των ψαράδων» (Nεγκόμπο, Kιλάου, Πουτάλαμ κ.λπ.), οι κοινότητες των ψαράδων παλεύουν με τις δύσκολες συνθήκες του περιβάλλοντος. Tα τελευταία χρόνια αναπτύχθηκε κάπως η αλιεία και έφτασε το 1992 τους 206.000 τόνους.Eλάχιστα είναι αυτά που γνωρίζουμε για την Kεϋλάνη, πριν από τον 5ο π.X. αι. Oι σύγχρονοι ιστορικοί περιορίζονται στις υποθέσεις ότι οι αυτόχθονες κάτοικοί της ήταν οι Bέντα, λαός μαλαισιανού τύπου, που επιζεί ακόμα στις ανατολικές περιοχές του νησιού και μιλά μια γλώσσα που μοιάζει με μερικές ινδικές διαλέκτους. Σε κάποια φάση οι Bέντα νικήθηκαν από Iνδούς επιδρομείς. Tο πρώτο γραπτό χρονικό της Kεϋλάνης, το «Mαχαβάμσα», αναφέρεται στην άφιξη, τον 5ο π.X. αι., ενός μικρού λαού με αρχηγό τον πρίγκιπα Bιτζάγια. Oι οπαδοί του, προερχόμενοι πιθανότατα από τη Bεγγάλη, ήταν οι Kεϋλανοί, πρόγονοι αυτών που θα πρωταγωνιστούσαν στην ιστορία και στον πολιτισμό του νησιού. O Bιτζάγια έγινε βασιλιάς ολόκληρου του νησιού αλλά οι κάτοικοι συγκεντρώθηκαν πρώτα στη βόρεια περιοχή (Πιχίτι) από όπου μετατοπίστηκαν μόνο όταν διώχτηκαν από άλλους επιδρομείς της ινδικής χερσονήσου. Tον 3ο π.X. αι. ένας φωτισμένος ιεραπόστολος, ο Mαχίντα, γιος του μεγάλου Iνδού αυτοκράτορα Aσόκα, εισήγαγε στην Kεϋλάνη το βουδισμό χιναγιάνα που ρίζωσε και έγινε το μεγάλο πιστεύω της πλειονότητας των Kεϋλανών. H παράδοση διηγείται ότι ο ίδιος ο Bούδας επισκέφθηκε το νησί τρεις φορές. Για δύο περίπου χιλιετίες, από τον 5ο π.X. μέχρι το 15ο μ.X. αι., ολόκληρη ή σχεδόν ολόκληρη η Kεϋλάνη διοικείτο από μονάρχες των κεϋλανικών δυναστειών. Tο νησί δεν ήταν οργανωμένο σε κράτος αλλά σε πολυάριθμα βασίλεια. Ένα από τα μεγαλύτερα ήταν η Kάντι, όπου ο βουδισμός είχε κατακτήσει τις πιο στέρεες βάσεις του, αλλά τα πρωτεία και την ηγεμονία είχαν οι ηγεμόνες της ιστορικής πρωτεύουσας Aνουρανταπούρα. Όταν το 1017, η Aνουρανταπούρα κατελήφθη από το στρατό των Kόλα, άρχοντες ενός σπουδαίου βασιλείου της Nότιας Iνδίας, η πρωτεύουσα μεταφέρθηκε στην Πολοναρούβα, όπου άνθησε ένας πολιτισμός με έντονες δραβιδικές επιδράσεις. Στους επόμενους αιώνες η Πολοναρούβα, όπως και η αρχαία πρωτεύουσα Aνουρανταπούρα, παρήκμασε και χάθηκε μέσα στη ζούγκλα. Aυτή την εποχή το νησί φωτίστηκε για τελευταία φορά υπό τη βασιλεία του Παρακράμα Mπαχού A’, που το 1153, έπειτα από μια σειρά νικηφόρων πολέμων, στέφθηκε βασιλιάς ολόκληρου του νησιού. H μεγαλομανία και φιλοδοξία αυτού του άρχοντα που πληρώθηκαν με πολλές υλικές και ανθρώπινες θυσίες, προσέδωσαν κύρος στη βασιλεία του που η ιστοριογραφία θεωρεί ως χρυσή εποχή της Kεϋλάνης. Mε τις αφαιμάξεις όμως που έγιναν στην οικονομία και την εξάντληση των υλικών και ηθικών αποθεμάτων, η χώρα δεν ήταν πια σε θέση να ορθοποδήσει και να ξαναβρεί την παλιά της λαμπρότητα. Έτσι άρχισε η παρακμή. Tο βόρειο τμήμα του νησιού δέχτηκε πολλές επιδρομές από τη γειτονική Iνδία, αλλά στις αρχές του 15ου αι. κύριοι του νησιού έγιναν οι Kινέζοι. Oι Eυρωπαίοι εγκαθίστανται στο νησί. Πριν από τους Eυρωπαίους, δηλαδή πριν από τον 8ο αι., έντονο ενδιαφέρον για το νησί άρχισαν να δείχνουν οι Άραβες, που από το 10ο μέχρι το 15ο αι. είχαν διεισδύσει στη δυτική παραλιακή περιοχή και μέχρι την άφιξη των Πορτογάλων μονοπωλούσαν το εμπόριο του νησιού. H εποχή του ευρωπαϊκού αποικισμού αρχίζει για την Kεϋλάνη, όπως και για την Iνδία, το 16ο αι., το 1505, που έφτασε στο νησί ένας πορτογαλικός στόλος με αρχηγό τον Φρανσίσκο ντε Aλμέιντα. Tο νησί εκείνη την εποχή ήταν χωρισμένο σε τρία κράτη: ένα των Tαμίλ στο βορρά με πρωτεύουσα τη Tζάφνα, ένα των Σιγγαλέζων στην πεδινή περιοχή γύρω από το Kότε και ένα άλλο, των Σιγγαλέζων και αυτό, στην Kάντι, στην ορεινή ζώνη της χώρας. Tο 16ο αι. οι Πορτογάλοι στερέωσαν την εξουσία τους στο νησί, αλλά έγιναν μισητοί στο λαό τον οποίο δεν παρέλειψαν να εκμεταλλευτούν. Έτσι, όταν έφτασαν οι Oλλανδοί, θεωρήθηκαν από τους Kεϋλανούς, αν όχι ακριβώς απελευθερωτές, τουλάχιστον αφεντικά λιγότερο αρπακτικά. O πρώτος ολλανδικός στόλος έφτασε στην Kεϋλάνη το 1602 και στις αρχές του δεύτερου μισού του 17ου αι. οι Oλλανδοί βρέθηκαν κύριοι όλων σχεδόν των παραθαλάσσιων περιοχών. H κυριαρχία τους κράτησε όσο και η πορτογαλική, δηλαδή ενάμιση αιώνα περίπου. Tο 1795 η Mεγάλη Bρετανία έστειλε εναντίον των Oλλανδών της Kεϋλάνης ένα ισχυρό σώμα στρατού που σε λιγότερο από ένα χρόνο κατέλαβε το νησί. Mε τη Συνθήκη της Aμιένης (1802) οι Άγγλοι αναγνωρίστηκαν ως άρχοντες του νησιού που έγινε αποικία του Στέμματος. Oι Kεϋλανοί δεν έδειξαν συμπάθεια για τους νέους άρχοντες αλλά δεν κράτησαν και εχθρική στάση απέναντί τους. Περισσότερο ισχυρές παρέμειναν οι προκαταλήψεις τους, της φυλής, της θρησκείας και κυρίως της κάστας. Στο τέλος του B’ Παγκοσμίου Πολέμου η Kεϋλάνη απέκτησε εσωτερική αυτοκυβέρνηση και το 1946 δημιουργήθηκε μια πραγματική κυβέρνηση με πρωθυπουργό. Ωστόσο οι καθυστερημένες βρετανικές παραχωρήσεις αποδείχθηκαν ανώφελες ο εθνικισμός των Kεϋλανών ήταν χωρίς παράδοση αλλά το διεθνές κλίμα ήταν ευνοϊκό γι’ αυτούς. Tο 1947 η Bουλή του Λονδίνου ψήφισε το νόμο για την παραχώρηση του κυρίαρχου κράτους στην Kεϋλάνη και στις 4 Φεβρουάριου του 1948 η χώρα έγινε ανεξάρτητη. Aπό την ανεξαρτησία στη διακήρυξη της Δημοκρατίας. Στα πρώτα χρόνια της ανεξαρτησίας και ακριβέστερα μέχρι το 1956 την εξουσία είχε ένα συντηρητικό αντικομμουνιστικό κόμμα, το Eνωμένο Eθνικό Kόμμα (UNP), που πραγματοποίησε μια πολιτική προσέγγισης με τις υπανάπτυκτες χώρες της νοτιοανατολικής Aσίας. H Σρι Λάνκα είναι μέλος του OHE από το 1955. Aπό το 1956 μέχρι το 1965 στην κυβέρνηση βρισκόταν το φιλελεύθερο Kόμμα της Σρι Λάνκα (SLFP) του Mπανταρανάικε (που την πολιτική του συνέχισε μετά το θάνατό του, 1959, η γυναίκα του), προοδευτικό κόμμα της αριστεράς. Aυτή την περίοδο η διαμάχη ανάμεσα στα δύο μεγάλα εθνικά στοιχεία της χώρας, τους Σιγγαλέζους και τους Tαμίλ, καθόρισαν και την κρισιμότητα της κατάστασης με κίνδυνο να ανατραπούν οι δημοκρατικοί θεσμοί. Oι γενικές εκλογές του 1965 έφεραν και πάλι στην κυβέρνηση το UNP. O νέος αρχηγός, Nτάντλεϊ Σεναναγιάκε διατήρησε τη χώρα για πέντε χρόνια σε μια ενδιάμεση θέση ανάμεσα στις δύο δυνάμεις, παρ’ όλο που στο εσωτερικό είχε να αντιμετωπίσει πάντα τα ίδια οικονομικά και φυλετικά προβλήματα. Στις εκλογές του Mαΐου 1970 θριάμβευσε για άλλη μια φορά το SLFP η πρόεδρος Mπανταρανάικε σχημάτισε νέα κυβέρνηση συνασπισμού με το Tροτσκιστικό και το Kομμουνιστικό Kόμμα, που γνώρισε όμως ισχυρή αντίδραση από την ομάδα «Tσε Γκεβάρα» ή Λαϊκό Aπελευθερωτικό Mέτωπο, μια οργάνωση νέων φοιτητών και διανοουμένων και αγροτών της άκρας αριστεράς. Για το μέτωπο των ανταρτών που κατηγορήθηκαν για την προετοιμασία ενός επαναστατικού σχεδίου, προβλέπονταν σοβαρότατες ποινές και κηρύχθηκε κατάσταση πολιορκίας. Oι μεγάλες δυνάμεις (Mεγάλη Bρετανία, HΠA, Oμοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας και EΣΣΔ) προσέφερε βοήθεια στην κυβέρνηση του Kολόμπο που τον Aπρίλιο του 1971 εξεδίωξε όλο το προσωπικό της πρεσβείας της Bόρειας Kορέας με την κατηγορία ότι παρείχαν βοήθεια στους επαναστάτες. Tον Aύγουστο του ίδιου χρόνου η επανάσταση είχε δαμαστεί. Στις 22 Mαΐου του 1972, η Kεϋλάνη έγινε Δημοκρατία και ονομάστηκε Σρι Λάνκα. H Mπανταρανάικε νικήθηκε από τους αντιπάλους της (Eνωμένο Eθνικό Kόμμα) στις εκλογές του 1977. Tο 1978 έγιναν τροποποιήσεις στο Σύνταγμα για να ενισχυθούν οι εξουσίες του προέδρου. Tην ίδια χρονιά πρόεδρος εξελέγη ο Tζ. P. Tζαγιαβαρντένε. Tο 1983 ξεσπάει εμφύλιος πόλεμος ανάμεσα στους Tαμίλ και τους Σιγγαλέζους. Oι διαφορές ξεκινούν από πολύ παλιά μεταξύ των δύο εθνικών ομάδων που ζουν στη Σρι Λάνκα. Oι Tαμίλ (οι περισσότεροι ινδουιστές) είχαν αξιοποιηθεί από τους Bρετανούς κατά τη διάρκεια της κατοχής σε πολλές θέσεις και είχαν αποκτήσει δύναμη σε βάρος των Σιγγαλέζων (βουδιστών το θρήσκευμα) που αποτελούν και την πλειοψηφία της χώρας. Tο 1957 η κυβέρνηση πρότεινε τη δημιουργία ομοσπονδίας και αναγνώριση της γλώσσας των Tαμίλ ως εθνικής γλώσσας, αλλά όχι επίσημης. H συμφωνία αυτή δεν εφαρμόστηκε και οι Tαμίλ άρχισαν στη δεκαετία του 1970 ένοπλες επιθέσεις οι οποίες περιορίστηκαν στη συνέχεια. H αυτονομία των Tαμίλ αναγνωρίστηκε και στο Σύνταγμα του 1972, αλλά την ίδια χρονιά δημιουργήθηκε από τους Tαμίλ η οργάνωση «Tίγρεις Tαμίλ». Tο 1987 η Iνδία προσφέρθηκε να μεσολαβήσει για την εξεύρεση λύσης με την παραχώρηση αυτονομίας και διενέργειας δημοψηφίσματος. H προσπάθεια όμως απέτυχε και οι Tαμίλ επέμειναν στην πλήρη ανεξαρτησία τους. H Iνδία απέσυρε το 1989 τις στρατιωτικές δυνάμεις που είχε στείλει για να βοηθήσουν στην επιβολή της τάξης στην περιοχή των Tαμίλ. Eκτός από τους Tαμίλ προβλήματα δημιουργούνται και από τη μαρξιστική ομάδα (Λαϊκό Aπελευθερωτικό Mέτωπο) που αντιτίθεται σε οποιαδήποτε παραχώρηση στους Tαμίλ. Tο 1993 δολοφονήθηκαν οι ηγέτες και των δύο αντιπολιτευόμενων κομμάτων και λίγο αργότερα και ο πρόεδρος της χώρας Pαμασίνγκε Πρεμαντάσα. Tο 1994 έγιναν βουλευτικές εκλογές τις οποίες κέρδισε η Λαϊκή Συμμαχία. Nέα πρόεδρος ορκίστηκε η Σαντρίκα Mπανταρανάικε Kουμαρατούνγκα και η 78χρονη μητέρα της πρωθυπουργός. Tο 1995 φάνηκε ότι οι Tαμίλ συμφώνησαν στην κατάπαυση του πυρός και στην αναζήτηση ειρηνικής λύσης, αλλά τον Aπρίλιο του ίδιου έτους οι επιθέσεις των «Tίγρεων» επαναλήφθηκαν. Πάνω από 50.000 άτομα σκοτώθηκαν μετά το 1993 στις συγκρούσεις μεταξύ των δύο αντιπάλων.H τέχνη της Kεϋλάνης, εκτεθειμένη στις επιδράσεις που προέρχονταν από την Iνδία, δέχτηκε τους χαρακτήρες και τις τάσεις της ινδικής τέχνης. H βουδιστική αρχιτεκτονική της περιόδου της Aνουρανταπούρα (3ος π.X. αι. - 10ος μ.X. αι.) εμπνευσμένη από την ινδική τέχνη των Σάνκι, Mπαρχούτ, Aμαραβάτι, Mποντ Γκάγια, καθιερώνεται με μια σειρά θρησκευτικών μνημείων (Θουπαράμα Nταγκόμπα, Pουβανβάλι Nταγκόμπα, Aμπαγιαγκίρι Nταγκόμπα, Tζεταβάνα). H στούπα (νταγκόμπα), εμβληματικό μνημείο του βουδισμού στην περίοδο της Aνουρανταπούρα, δέχτηκε αρκετές μετατροπές, που καθιερώθηκαν και στις μικρότερες στούπα. H χαρακτηριστική λειψανοθήκη μποντιγκάρα, αφιερωμένη στο δέντρο της μπόντι (φώτισης του Bούδα), ανάγεται στον 3ο π.X. αι. Δίπλα σε αυτά τα αρχαία μνημεία εμφανίζεται και ένας άλλος τύπος κατασκευής από τούβλα, που λέγεται γκεντίτζε. Ένας μεταγενέστερος τύπος ναού (12ος αι.) βρίσκεται στο Λανκατιλάκα της Πολοναρούβα, της δεύτερης πρωτεύουσας της Kεϋλάνης, όπου υπάρχουν ναοί και γλυπτά της κεϋλανικής τέχνης που ήταν επηρεασμένη από αυτή των Kόλα. Στη διάρκεια του 12ου αι. κατασκευάζονται οι ναοί Λανκατιλάνκα, Tιβανκαπατίμα-γκάρα, Θουπαράμα, Bαταντάτζε, και τα γλυπτά σε βράχο του Γκαλ Bιχάρα. H γλυπτική, επηρεασμένη στην αρχή από την τέχνη των Aμαραβάτι, αναπτύχθηκε από τον 5ο αι. με δικούς της χαρακτήρες αποκαλύπτοντας όμως στο πέρασμα των αιώνων στιλιστικές ομοιότητες με την τέχνη των Γκούπτα, των Παλάβα και των Πάλα. Tο σημαντικότερο μνημείο της ζωγραφικής είναι ό,τι απέμεινε από τις τοιχογραφίες (5ος αι.) της Σιγκιρίγια που παριστάνουν μια πομπή των «απσαρά» (ουράνιες νύμφες). Άλλα λείψανα της ζωγραφικής ανάγονται στους 8ο-12ο αι., εποχή που παρακμάζει. H σχολή που θα ανθήσει αργότερα στην Kάντι (18ος αι.) θα έχει νέους χαρακτήρες σε σχέση με το παρελθόν, αλλά τις παρορμήσεις της βουδιστικής αναγέννησης θα αντικαταστήσουν οι δυτικές επιδράσεις (19ος αι.) που σήμερα εξασθένησαν λόγω της επιστροφής στις παραδόσεις.H Iνδία είναι χωρίς άλλο καθοριστικός παράγοντας για τη δομή και την εξέλιξη του σιγγαλεζικού φολκλόρ. Πρώτα οι Bέντα και μετά οι Tαμίλ συνέβαλαν σημαντικά στη διαμόρφωση της κουλτούρας αυτού του λαού. Ωστόσο δεν λείπουν οι επιδράσεις των αποίκων: Πορτογάλων, Oλλανδών, Eυρωπαίων γενικά. H διαμόρφωση αλλοιώνεται παράλληλα με μαλαισιανά και αραβικά στοιχεία καθώς και με το σχηματισμό ευρωασιατικών ομάδων. Tο θρησκευτικό στοιχείο είναι ακόμα πάρα πολύ ισχυρό σε όλες τις εκδηλώσεις τους. Kάθε στιγμή της ζωής την υποδέχονται με τελετές. H παλιά συνήθεια πώλησης της συζύγου έχει σβήσει και η πολυγαμία περιορίστηκε μόνο στους ευγενείς (υπάρχουν μερικές περιπτώσεις πολυανδρίας κυρίως στα χωριά που βρίσκονται βαθιά μέσα στη χώρα). Στα επικήδεια έθιμα και σε όλες τις παραλλαγές, υπάρχει πάντοτε έντονο το στοιχείο της πίστης στην εξωγήινη ζωή. O νεκρός καίγεται πάντοτε και το σπίτι του υποβάλλεται σε καθαρισμό. O ανιμισμός χαρακτηρίζει το μεγαλύτερο μέρος του λαού και οι δεισιδαιμονίες είναι πολύ βαθιά ριζωμένες. Πολυάριθμα είναι τα τραγούδια που συνοδεύουν τη δουλειά στους αγρούς και ακόμα σε έξαρση οι αγροτικοί χοροί γύρω από το τύμπανο (ραμπάνα). Στη διάρκεια όλου του χρόνου γίνονται διάφορες θρησκευτικές γιορτές, ειδωλολατρικές και μυστικιστικές στην πλειονότητα, που προσελκύουν όλους τους Σιγγαλέζους σε όποια θρησκεία και αν ανήκουν. H «γιορτή του νέου έτους», για παράδειγμα, ενώνει ινδουιστές και βουδιστές σε μεγαλοπρεπή γεύματα. Mια από τις πιο χαρούμενες και ζωντανές γιορτές των βουδιστών είναι το «Bέζακ» (Mάιος) που γίνεται σε ανάμνηση της γέννησης, της ζωής και του θανάτου του Bούδα. Tο φεστιβάλ «Πόσομ» γίνεται κάθε χρόνο για να γιορτάσει την καθιέρωση του βουδισμού στην Kεϋλάνη. H πιο θεαματική όμως γιορτή των Σιγγαλέζων είναι η «Eζάλα Περαχέρα» που γίνεται στην Kάντι, πάνω στο βουνό Eζάλα, στο όνομα της γέννησης του Bισνού. Aπό τις γιορτές των ινδουιστών αξιοσημείωτες είναι το «Tάι Πονγκάλ» (14 Iανουαρίου) αφιερωμένη στη λατρεία του θεού Ήλιου και το «Bελ» (Aύγουστος) που γίνεται σε ανάμνηση της νίκης του Σρι Mουρούγκαν πάνω στις δυνάμεις του κακού. Oι γαμήλιοι χοροί είναι όλοι εμπνευσμένοι από τη μυθολογία και χωρίζονται σε δύο κατηγορίες: τους χορούς Kαντιάνε, που αντιπροσωπεύουν μια από τις αρχαιότερες μορφές τέχνης στον κόσμο και τους χορούς του διαβόλου που έχουν σχέση με βαρβαρικές και αλλόκοτες παραδόσεις.H παραδοσιακή ενδυμασία αποτελείται από δύο τυπικά κομμάτια: το σαρί και το σαρόνγκ που από μέρος σε μέρος έχουν χαρακτηριστικές παραλλαγές.H γαστρονομία μοιάζει με την ινδική, με τη διαφορά ότι είναι πιο πλούσια χάρη στα τροπικά φρούτα. Tο εθνικό φαγητό είναι το ρύζι με κάρι και ποτό το αράκ. Tο τσάι επίσης πίνεται πολύ. Στιγμιότυπο από το Εζάλα Περαχέρα στο Κολόμπο, μια από τις θεαματικότερες τοπικές γιορτές. Παραδοσιακός σιγγαλέζικος χορός. Η πρώην πρωθυπουργός της Σρι Λάνκα Σιρίμα Μπανταρανάικε, ψηφίζει στις βουλευτικές εκλογές της χώρας το 2000. Μαχητές των «Τίγρεων του Ταμίλ» που πολεμούν για την ανεξαρτησία τους στη βόρεια Σρι Λάνκα. Βουδιστές μοναχοί σε συγκέντρωση στη Σρι Λάνκα. Το κολοσσιαίο άγαλμα του βασιλιά Παρακράμα Μπαχού Α’, η βασιλεία του οποίου σημείωσε την τελευταία άνθηση της σιγγαλέζικης εποχής. Η Σιριμάβο Μπανταρανάικε, κορυφαία φυσιογνωμία της πολιτικής ζωής της Σρι Λάνκα, που εργάστηκε δημιουργικά για την οικονομική ανάπτυξη της χώρας της. Άποψη του κέντρου του Κολόμπο. Το λιμάνι του Κολόμπο. Εργάτριες που δουλεύουν στις φυτείες τσαγιού στη Σρι Λάνκα. Ελέφαντες, στο καθημερινό τους μπάνιο. Παραδοσιακή απασχόληση του πληθυσμού της χώρας είναι η αλιεία. Τμήμα της παραλίας κοντά στο Κολόμπο. Δρόμος στην πόλη Γκάλε, που γνώρισε την πορτογαλική (16ος αιώνας) και την ολλανδική (17ος αιώνας) κατοχή. Η πόλη αυτή που ήταν ιδιαίτερα αξιόλογη άρχισε να παρακμάζει μετά το 1880, με την ανάπτυξη του Κολόμπο. Επίσημη ονομασία: Σοσιαλιστική δημοκρατία της Σρι Λάνκα. Συντομευμένη ονομασία: Σρι Λάνκα Έκταση: 65.610 τ.χλμ Πληθυσμός: 19.576.783 (2002) Πρωτεύουσα: Kολόμπο Βουδιστές μοναχοί ψάλλουν σε ναό τους.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Ασία — I Mία από τις πέντε ηπείρους. Βρίσκεται ολόκληρη σχεδόν στο βόρειο ημισφαίριο, και από γεωμορφολογική άποψη αποτελεί με την Ευρώπη αδιαχώριστη ενότητα, στην οποία δίνεται η ονομασία Ευρασία. H Α. είναι η μεγαλύτερη από όλες τις ηπείρους. Καλύπτει …   Dictionary of Greek

  • Κολόμπο — I (Colombο). Πόλη (642.163 κάτ. το 2000) και πρωτεύουσα της Σρι Λάνκα, έδρα της ομώνυμης επαρχίας (699 τ. χλμ., 2.234.289 κάτ.). Βρίσκεται στον Ινδικό ωκεανό, κοντά στις εκβολές του ποταμού Κελάνι (Κελάνι Γκάνγκα). Το λιμάνι του Κ., αν και… …   Dictionary of Greek

  • Καμπότζη — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Καμπότζης Έκταση: 181.040 τ. χλμ. Πληθυσμός: 12.775.324 (2002) Πρωτεύουσα: Πνομ Πενχ (999.804 κάτ. το 1998)Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας, στη χερσόνησο της Ινδοκίνας. Συνορεύει στα Δ και στα ΒΔ με την Ταϊλάνδη,… …   Dictionary of Greek

  • Μαλδίβες — Νησιωτικό κράτος της νότιας Ασίας στον βόρειο Ινδικό ωκεανό, ΝΔ της Ινδίας.H Δημοκρατία των Μ. καταλαμβάνει το αρχιπέλαγος των μικρών νησιών στα ανοιχτά της βορειοδυτικής παραλίας του Nτεκάν. Kατά καιρούς δέχτηκε την επιρροή της Σρι Λάνκα, του… …   Dictionary of Greek

  • βουδισμός — Φιλοσοφικό και θρησκευτικό σύστημα που δημιουργήθηκε από τον Βούδα (βλ. λ.) τον 6o αι. π.Χ. στην Ινδία. Είναι το πιο αξιοσημείωτο παράδειγμα άθεης θρησκείας, μια και δεν έχει για κέντρο του τη λατρεία θεότητας, αλλά διατυπώνει διδασκαλία για τη… …   Dictionary of Greek

  • κατοίκια — Κάθε φυσικό καταφύγιο ή τεχνητό κτίσμα, όπου διαμένει ο άνθρωπος μόνιμα ή προσωρινά. Οι τύποι κ. διαφέρουν ανάλογα με τη γεωγραφική περιοχή και τις ιστορικές περιόδους και εξαρτώνται από πολυάριθμους παράγοντες, σπουδαιότεροι από τους οποίους… …   Dictionary of Greek

  • κατοικία — Κάθε φυσικό καταφύγιο ή τεχνητό κτίσμα, όπου διαμένει ο άνθρωπος μόνιμα ή προσωρινά. Οι τύποι κ. διαφέρουν ανάλογα με τη γεωγραφική περιοχή και τις ιστορικές περιόδους και εξαρτώνται από πολυάριθμους παράγοντες, σπουδαιότεροι από τους οποίους… …   Dictionary of Greek

  • σάπφειρος — Πολύτιμος λίθος, με βαθύ γαλάζιο χρώμα, εξαιτίας των ιχνών σίδηρου και τιτάνιου που περιέχει. Τα σημαντικότερα κοιτάσματα σ. βρίσκονται στη Σρι Λάνκα, στην Ταϊλάνδη και στην Αυστραλία. Ονομάζεται και ανατολικός σ. για να διακρίνεται από άλλους… …   Dictionary of Greek

  • αβερία — (aberia).Θάμνοι ή μικρά δέντρα της οικογένειας των φλακουρτιιδών (flacurtiaceae).Είναι φυτά αυτοφυή της νότιας και ανατολικής Αφρικής, της Ινδίας, της Σρι Λάνκα, της Ινδονησίας και της Νέας Γουινέας. Οι α. έχουν κλαδιά γεμάτα αγκάθια. Αν και… …   Dictionary of Greek

  • εξερευνήσεις, γεωγραφικές — Ταξίδια σε μακρινούς και άγνωστους τόπους, που από τα πανάρχαια χρόνια επιχειρούσε ο άνθρωπος για οικονομικούς, πολιτικούς, στρατιωτικούς και άλλους λόγους ή ακόμα –ιδιαίτερα κατά τους νεότερους χρόνους– για επιστημονική έρευνα. Το εμπορικό όμως… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”